- κέλωρ
- κέλωρ, -ωρος, ὁ (Α)1. γιος («Αγαμέμνονος κέλωρ», Ευρ.)2. (κατά τον Ησύχ.) ευνούχος3. (επίσης κατά τον Ησύχ. και σε πάπ.) φωνή, βοή.[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «γιος» η λ. προέρχεται πιθ. από *κέρωρ, με ανομοίωση (ΙΕ ρίζα *ker- «αυξάνω») και συνδέεται με λατ. Ceres «θεά Δήμητρα» και αρμεν. ser «φυλή, καταγωγή». Με τη σημ. «ευνούχος» η λ. κέλωρ < *κέρωρ, με ανομοίωση, οπότε συνδέεται με το ρ. κείρω* «κουρεύω, ξυρίζω». Με τη σημ. «φωνή, βοή» κ.λπ. συνδέεται με το ρ. κελαρύζω*].
Dictionary of Greek. 2013.